- ταγκιάζω
- αμτβ., και ταγκίζω και τσαγκιάζω και τσαγκίζω τάγκιασα, ταγκιασμένος, αλλοιώνομαι, χαλάω, παίρνω δυσάρεστη γεύση και οσμή (για λιπαρές και ελαιώδεις ουσίες): Το βούτυρο τάγκιασε και δεν τρώγεται πια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.